αναγνωριστικός

αναγνωριστικός
η , ό[ν] воен, рекогносцировочный; разведывательный;

αναγνωριστικόςό αεροπλάνο — разведывательный самолёт, разведчик


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αναγνωριστικός" в других словарях:

  • αναγνωριστικός — ή, ό (Μ ἀναγνωριστίκος, ή, όν) [ἀναγνωρίζω] αυτός που συντελεί στη αναγνώριση …   Dictionary of Greek

  • αναγνωριστικός, -ή — ό αυτός που χρησιμεύει για αναγνώριση: Αναγνωριστικά αεροπλάνα πέταξαν πάνω από τις θέσεις του εχθρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγνωριστικόν — ἀναγνωριστικός contributing to recognition masc acc sg ἀναγνωριστικός contributing to recognition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»